Πριν μερικές μέρες βγήκα με έναν Ισπανό φίλο για καφέ. Η κουβέντα το έφερε και θυμήθηκα τις παιδικές μου διακοπές στο Αιάντειο της Σαλαμίνας.
Η πιο έντονη ανάμνηση μου είναι μια μεγάλη, υπερυψωμένη, σκεπαστή βεράντα. Σιδερένια κρεβάτια με σουμιέδες γέμιζαν όλον το χώρο, καθώς για μια εβδομάδα τουλάχιστον, όλο το σόι πήγαινε για διακοπές. Γύρω-γύρω στα σιδερένια κάγκελα, απλωμένα σεντόνια, που τα συγκρατούσαν ξύλινα μανταλάκια, δημιουργούσαν ένα παραβάν, για να μην μας παίρνουν μάτι οι γείτονες. Τρεις λεμονιές στο κάτω μέρος συμπλήρωναν την απόκρυψη μας από τον υπόλοιπο κόσμο. Το βράδυ κουνούπια μας έκαναν παρέα, παρόλα τα "φιδάκια" που κάπνιζαν τριγύρω μας. Το μεσημέρι, ο ήχος των τζιτζικιών μας νανούριζε, μετά το μεσημεριανό φαγητό. Αν έτρωγα όλο το φαγητό μου, η νονά μου, μου έδινε μια σοκολάτα ΜΕΛΟ (πόσο μου έχει λείψει η γεύση της...)
Θυμήθηκα τις κατασκευές του συγχωρεμένου πατέρα μου. Πάντα έλεγε πως ενώ εμείς ήμασταν διακοπές, εκείνος πάντα κάτι "πολεμούσε". Η μεγάλη, ατομική, κόκκινη, μεταλλική κούνια στην γωνιά του οικοπέδου, δίπλα στην συκιά, τριγυρισμένη από δέντρα. Το αγαπημένο μου μέρος.
Το τεράστιο ξύλινο τραπέζι με τους όμοιους πάγκους δεξιά και αριστερά και τους μεγάλους, ξύλινους "θρόνους" στα δύο κεφάλια του τραπεζιού. Στα αλήθεια, το μεγαλύτερο τραπέζι που έχω δει σε όλην τη ζωή μου. Σκεπασμένο από μια, επίσης, χειροποίητη ξύλινη "τσαρδάκα" (ακόμα ψάχνω την ετυμολογία της λέξης), γεμάτη με σταφύλια. Ολόγυρα κρεμασμένες, αποξηραμένες και ζωγραφισμένες κολοκύθες και κόκκινοι αστερίες και χοντρό χαλίκι στην γη. Εκεί κάθε μεσημέρι τρώγαμε όλοι μαζί.
Στην επάνω γωνία του οικοπέδου ήταν το βραδινό μας στέκι, πριν κοιμηθούμε. Χτιστοί πάγκοι σε σχήμα Π, γύρω από ένα τραπέζι, κάτω από μια λάμπα πυρακτώσεως, που καλούσε όλα τα παράξενα έντομα τριγύρω της, κάθε βράδυ. Σαν το βιντεοκλίπ της Bjork.
Θυμάμαι τα δωμάτια. Το πρώτο έμοιαζε με Πολίτικο καθιστικό. Πάγκοι γύρω από ένα μικρο τραπέζι, γεμάτοι από χειροποίητα, μάλλινα, όμορφα μαξιλάρια και υφάσματα, και μια τζαμαρία στους τρεις τοίχους. Μετά η μικρή κουζίνα με το παλιό ψυγείο της "Πίτσος" με την περίεργη χειρολαβή που άνοιγε την πόρτα. Μετά ήταν το δωμάτιο του "παππού" και της "γιαγιάς". Οι γονείς του νονού μου. Μια μεγάλη ξύλινη ντουλάπα, το διπλό σιδερένιο κρεβάτι, ο μεγάλος καναπές στην άλλη πλευρά και το μεγάλο, "καλό" τραπέζι με το ολόλευκο τραπεζομάντιλο, με το βάζο στην μέση, πάντα γεμάτο με λουλούδια.
Παρένθεση. Η γιαγιά είναι υπεύθυνη για το όνομα μου. Είχε χάσει έναν γιό στην κατοχή που τον έλεγαν Αποστόλη. Εκείνη κανόνισε για την βάφτιση μου στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Κωνσταντινουπολίτες και θρήσκοι και οι δύο. Ήξεραν όλα τα απολυτίκια και τις γραφές από καρδιάς. Πάντα έψελναν στην εκκλησία, όταν ήταν το πανηγύρι. Πάντα έκαναν τον σταυρό τους πριν ξεκινήσουν το φαγητό τους. Πάντα ξαναέκαναν τον σταυρό τους πριν κόψουν το χωριάτικο, αχνιστό, καρβέλι από το "χωριό" (έτσι λέγαμε το κέντρο του Αιαντείου, που ήταν δέκα λεπτά με τα πόδια από το σπίτι).
Θυμάμαι το μικρό δωματιάκι που φυλάγαμε τα καλοκαιρινά είδη. Ένα ντουλάπι γεμάτο με βατραχοπέδιλα, μάσκες και φουσκωτά. Φοβόμουν να μπω, γιατί ήταν πάντα ανοικτό και είχε κατσαρίδες.
Τέλος από την σκάλα της βεράντας, έμπαινες στο δωμάτιο που επίσης γέμιζε με κρεβάτια το καλοκαίρι. Κρεβάτια και ένα ψυγείο για να έχουμε παγωμένο νερό το βράδυ και πίσω ένα λαμπάκι νυκτός για να βλέπουμε που πάμε. Στην τουαλέτα φοβόμουν να πάω. Ήταν εξωτερική και είχε αράχνες.
Θυμάμαι την κατασκευή του πατέρα μου για το ντουζ, μετά το μπάνιο στην θάλασσα. Ήταν σαν τις ντουζιέρες που έχει στην παραλία, με ένα ξύλινο τελάρο για να πατάμε. Το νερό απλά κυλούσε από το σώμα μας στα παρτέρια. Επειδή όμως έπρεπε να πάρει νερό από το σπίτι που ήταν στην μέση του οικοπέδου, ένα υπερυψωμένο σύστημα από σωλήνες, που πέρναγε ανάμεσα στα δέντρα, έφερνε το νερό στην ντουζιέρα
Επέστρεψα μετά από πολλά χρόνια στο Αιάντειο, πριν λίγα χρόνια. Οι νονοί μου μένουν μόνιμα εκεί πλέον. Και όλα όσα γνώρισα όταν ήμουν μικρός έχουν αλλάξει. Δεν το γνώρισα το σπίτι. Σαν να ήταν καινούριο. Η αγαπημένη μου κούνια, πετάχτηκε στα σκουπίδια. Και το μεγάλο τραπέζι. Τσιμέντο κάλυψε τα παρτέρια. Η βεράντα έγινε δωμάτιο.
Ξέρετε όμως, οι παιδικές αναμνήσεις, δεν ξεχνιούνται ποτέ. Το σπίτι εκείνο που πέρασα τα πρώτα μου καλοκαίρια θα μείνουν για πάντα στο μυαλό μου. Γιατί όπου κι αν βρεθώ στον κόσμο, τα μέρη που μεγάλωσα είναι κομμάτι της καρδιάς μου. Γιατί όπως διάβασα κάπου, "Πατρίδα μας είναι οι παιδικές μας αναμνήσεις".
16.8.14
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου