16.8.14

Καλοκαιρινές παιδικές αναμνήσεις

Πριν μερικές μέρες βγήκα με έναν Ισπανό φίλο για καφέ. Η κουβέντα το έφερε και θυμήθηκα τις παιδικές μου διακοπές στο Αιάντειο της Σαλαμίνας.

Η πιο έντονη ανάμνηση μου είναι μια μεγάλη, υπερυψωμένη, σκεπαστή βεράντα. Σιδερένια κρεβάτια με σουμιέδες γέμιζαν όλον το χώρο, καθώς για μια εβδομάδα τουλάχιστον, όλο το σόι πήγαινε για διακοπές. Γύρω-γύρω στα σιδερένια κάγκελα, απλωμένα σεντόνια, που τα συγκρατούσαν ξύλινα μανταλάκια, δημιουργούσαν ένα παραβάν, για να μην μας παίρνουν μάτι οι γείτονες. Τρεις λεμονιές στο κάτω μέρος συμπλήρωναν την απόκρυψη μας από τον υπόλοιπο κόσμο. Το βράδυ κουνούπια μας έκαναν παρέα, παρόλα τα "φιδάκια" που κάπνιζαν τριγύρω μας. Το μεσημέρι, ο ήχος των τζιτζικιών μας νανούριζε, μετά το μεσημεριανό φαγητό. Αν έτρωγα όλο το φαγητό μου, η νονά μου, μου έδινε μια σοκολάτα ΜΕΛΟ (πόσο μου έχει λείψει η γεύση της...)

Θυμήθηκα τις κατασκευές του συγχωρεμένου πατέρα μου. Πάντα έλεγε πως ενώ εμείς ήμασταν διακοπές, εκείνος πάντα κάτι "πολεμούσε". Η μεγάλη, ατομική, κόκκινη, μεταλλική κούνια στην γωνιά του οικοπέδου, δίπλα στην συκιά, τριγυρισμένη από δέντρα. Το αγαπημένο μου μέρος.

Το τεράστιο ξύλινο τραπέζι με τους όμοιους πάγκους δεξιά και αριστερά και τους μεγάλους, ξύλινους "θρόνους" στα δύο κεφάλια του τραπεζιού. Στα αλήθεια, το μεγαλύτερο τραπέζι που έχω δει σε όλην τη ζωή μου. Σκεπασμένο από μια, επίσης, χειροποίητη ξύλινη "τσαρδάκα" (ακόμα ψάχνω την ετυμολογία της λέξης), γεμάτη με σταφύλια. Ολόγυρα κρεμασμένες, αποξηραμένες και ζωγραφισμένες κολοκύθες και κόκκινοι αστερίες και χοντρό χαλίκι στην γη. Εκεί κάθε μεσημέρι τρώγαμε όλοι μαζί.

Στην επάνω γωνία του οικοπέδου ήταν το βραδινό μας στέκι, πριν κοιμηθούμε. Χτιστοί πάγκοι σε σχήμα Π, γύρω από ένα τραπέζι, κάτω από μια λάμπα πυρακτώσεως, που καλούσε όλα τα παράξενα έντομα τριγύρω της, κάθε βράδυ. Σαν το βιντεοκλίπ της Bjork.

Θυμάμαι τα δωμάτια. Το πρώτο έμοιαζε με Πολίτικο καθιστικό. Πάγκοι γύρω από ένα μικρο τραπέζι, γεμάτοι από χειροποίητα, μάλλινα, όμορφα μαξιλάρια και υφάσματα, και μια τζαμαρία στους τρεις τοίχους. Μετά η μικρή κουζίνα με το παλιό ψυγείο της "Πίτσος" με την περίεργη χειρολαβή που άνοιγε την πόρτα. Μετά ήταν το δωμάτιο του "παππού" και της "γιαγιάς".  Οι γονείς του νονού μου. Μια μεγάλη ξύλινη ντουλάπα, το διπλό σιδερένιο κρεβάτι, ο μεγάλος καναπές στην άλλη πλευρά και το μεγάλο, "καλό" τραπέζι με το ολόλευκο τραπεζομάντιλο, με το βάζο στην μέση, πάντα γεμάτο με λουλούδια.

Παρένθεση. Η γιαγιά είναι υπεύθυνη για το όνομα μου. Είχε χάσει έναν γιό στην κατοχή που τον έλεγαν Αποστόλη. Εκείνη κανόνισε για την βάφτιση μου στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Κωνσταντινουπολίτες και θρήσκοι και οι δύο. Ήξεραν όλα τα απολυτίκια και τις γραφές από καρδιάς. Πάντα έψελναν στην εκκλησία, όταν ήταν το πανηγύρι. Πάντα έκαναν τον σταυρό τους πριν ξεκινήσουν το φαγητό τους. Πάντα ξαναέκαναν τον σταυρό τους πριν κόψουν το χωριάτικο, αχνιστό, καρβέλι από το "χωριό" (έτσι λέγαμε το κέντρο του Αιαντείου, που ήταν δέκα λεπτά με τα πόδια από το σπίτι).

Θυμάμαι το μικρό δωματιάκι που φυλάγαμε τα καλοκαιρινά είδη. Ένα ντουλάπι γεμάτο με βατραχοπέδιλα, μάσκες και φουσκωτά. Φοβόμουν να μπω, γιατί ήταν πάντα ανοικτό και είχε κατσαρίδες.

Τέλος από την σκάλα της βεράντας, έμπαινες στο δωμάτιο που επίσης γέμιζε με κρεβάτια το καλοκαίρι. Κρεβάτια και ένα ψυγείο για να έχουμε παγωμένο νερό το βράδυ και πίσω ένα λαμπάκι νυκτός για να βλέπουμε που πάμε. Στην τουαλέτα φοβόμουν να πάω. Ήταν εξωτερική και είχε αράχνες.

Θυμάμαι την κατασκευή του πατέρα μου για το ντουζ, μετά το μπάνιο στην θάλασσα. Ήταν σαν τις ντουζιέρες που έχει στην παραλία, με ένα ξύλινο τελάρο για να πατάμε. Το νερό απλά κυλούσε από το σώμα μας στα παρτέρια. Επειδή όμως έπρεπε να πάρει νερό από το σπίτι που ήταν στην μέση του οικοπέδου, ένα υπερυψωμένο σύστημα από σωλήνες, που πέρναγε ανάμεσα στα δέντρα, έφερνε το νερό στην ντουζιέρα

Επέστρεψα μετά από πολλά χρόνια στο Αιάντειο, πριν λίγα χρόνια. Οι νονοί μου μένουν μόνιμα εκεί πλέον. Και όλα όσα γνώρισα όταν ήμουν μικρός έχουν αλλάξει. Δεν το γνώρισα το σπίτι. Σαν να ήταν καινούριο. Η αγαπημένη μου κούνια, πετάχτηκε στα σκουπίδια. Και το μεγάλο τραπέζι. Τσιμέντο κάλυψε τα παρτέρια. Η βεράντα έγινε δωμάτιο.

Ξέρετε όμως, οι παιδικές αναμνήσεις, δεν ξεχνιούνται ποτέ. Το σπίτι εκείνο που πέρασα τα πρώτα μου καλοκαίρια θα μείνουν για πάντα στο μυαλό μου. Γιατί όπου κι αν βρεθώ στον κόσμο, τα μέρη που μεγάλωσα είναι κομμάτι της καρδιάς μου. Γιατί όπως διάβασα κάπου, "Πατρίδα μας είναι οι παιδικές μας αναμνήσεις".

5.8.14

Περί θανάτου

Πόσο άσχημο είναι να είσαι μακρυά από το σπίτι σου και να μαθαίνεις από το facebook πως κάποιος πίσω στην γειτονιά σου, πέθανε.

Από τότε που έφυγα από την Ελλάδα, έμαθα διαδικτυακά πως πέθανε ο Βαγγέλης, ο σουβλατζής που μεγάλωσα με τα σουβλάκια του. Έλεγε σε τρίτους όταν πέρναγα από εκεί, πως όταν μπήκα πρώτη φορά στο μαγαζί του, το χέρι μου σε ανάταση δεν έφτανε τον πάγκο του και δεν με έβλεπε.

Μετά ήταν η Κύρα-Βαγγελιώ, η μήτερα του παιδικού μου φίλου, Μπάμπη. Θυμάμαι όποτε με έβλεπε μου έλεγε με ένα πλατύ χαμόγελο τι κάνω και μετά με άρχιζε στις συμβουλές, για τα μαλλιά μου, για τα σπυράκια μου, για τα πάντα.

Η Ελένη, η αδελφή του Μπάμπη, πέθανε κι αυτή. Έχω τόσες πολλές αναμνήσεις από εκείνη, αφού το σπίτι του Μπάμπη ήταν σαν δικό μου σπίτι. Μαζί μεγαλώσαμε. Από την Ελένη θυμάμαι να μου δίνει τις πρώτες πηγές σε φιλοσοφικές αναζητήσεις. Δεν ήταν φιλοσοφία. Ούτε ψυχολογία. Περισσότερο παραψυχολογία. Αλλά ήταν η αρχή των αναζητήσεων μου. Και ακόμα κι αν με τα χρόνια και με νέα αναγνώσματα, απέρριψα την παραψυχολογία (έχω πάντως την σειρά "Ανεξήγητο" ακόμα στο σπίτι μου), πάντα θεωρούσα την Ελένη αυτή που μου άνοιξε τον δρόμο. Είχα ακούσει πως είναι η αναζήτηση την έκανε να χάσει τα μυαλά της. Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια, αλλά δεν έχει και πολύ σημασία. Η τελευταία εικόνα που έχω από αυτήν, είναι να γυρίζω ή να φεύγω από το σπίτι μου και εκείνη στο μπαλκόνι να μου ζητάει ένα τσιγάρο.

Και χθες έμαθα, για τον Μπαρμπά-Μανούσο. Ήταν ο μπαμπάς του Ερρίκου. Ο Ερρίκος ήταν αυτός που μου έμαθε την πρώτη μου τέχνη, κάτω στον Πειραιά, στην Ρετσίνα. Επισκευάζαμε μοτέρ, αντλίες, γεννήτριες. Ο Μπαρμπά-Μανούσος είχε Κρητική προφορά και ήταν μηχανικός. Τον θυμάμαι πάντα γεμάτο με μουτζούρα και γράσο στα χέρια του και στην φόρμα εργασίας του. Στα δύσκολα μηχανικά, ο Ερρίκος με έστελνε στο μαγαζί του, που ήταν ένα στενό παρακάτω και τον φώναζα να έρθει να μας πει τι να κάνουμε. Βγήκε στην σύνταξη, αλλά στο σπίτι του δεν μπορούσε να καθίσει. Τελευταία φορά που τον είδα, ήταν στο μαγαζί του γιου του, με την λερωμένη φόρμα του, γύριζε γύρω γύρω και έψαχνε κάτι να κάνει. Πρόλαβε να δει εγγόνια και δισέγγονα.

Εύχομαι να είστε καλά, εκεί πάνω. Να ξέρετε πως είστε στο μυαλό μου και στις αναμνήσεις μου.

1.8.14

Μόνο το ελληνικό είναι ελληνικό


Σύμφωνα με απόφαση από το ανώτατο Βρετανικό δικαστήριο, μόνο το γιαούρτι που φτιάχνεται στην Ελλάδα, μπορεί να λέγεται "Greek Yoghurt". Η ΦΑΓΕ είχε μηνύσει την Chobani για την χρήση του Greek, λέγοντας πως τα γιαούρτια της φτιάχνονται στις ΗΠΑ και όχι στην Ελλάδα, άρα δεν μπορούν να λέγονται Greek. Η Chobani απαντούσε πως με το Greek εννοούσε πως το γιαούρτι της φτιάχνεται με τον ελληνικό τρόπο παρασκευής. Η απόφαση θα έχει ισχύ στην Βρετανία άμεσα.

Το αστείο είναι πως και οι δύο εταιρίες έχουν εργοστάσια στις ΗΠΑ και παρασκευάζουν "Greek Yoghurt" για την αμερικανική αγορά. Και το επίσης αστείο είναι πως η ΦΑΓΕ από το 2012 έχει το Λουξεμβούργο και όχι την Ελλάδα ως έδρα των δραστηριοτήτων της. Ας είναι. Τρία εργοστάσια της παραμένουν στην Ελλάδα και δίνουν εργασία σε Έλληνες. Ας προσπαθήσουμε να αυξήσουμε τις εξαγωγές μας σε είδη που είμαστε πρωτοπόροι κι όλα θα πάνε καλύτερα.

Ενδιαφέρον θα ήταν να διαβάσετε πως η Ιαπωνία ξεπέρασε την ύφεση στην οικονομία της πριν πολλά χρόνια. Και για να μην παρεξηγηθώ, δεν τολμάω να συγκρίνω Ελλάδα και Ιαπωνία, σαν τον ηλίθιο που μίλαγε για Σκανδιναβικό μοντέλο, Τρίτο δρόμο και Δανία του Νότου. Κάθε χώρα έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες και βάσει αυτών θα πρέπει να χαράζει την πορεία της και να επιλύει τα προβλήματα της.