6.5.07

Το ξενύχτι

Χθες βράδυ ξενύχτησα. Γενικά είμαι εναντίον του ξενυχτιού για δύο λόγους. Με εκνευρίζει να βλέπω όσους έχουν γίνει κομμάτια από το πιώμα (αν και ‘γω έχω γίνει 2–3 φορές) και γιατί όλη η επόμενη μέρα πάει χαμένη. Μ’ αρέσει να ξενυχτάω μόνο όταν είμαι σε διακοπές. Ξέρω πως ότι ώρα κι αν γυρίσω πίσω στο κατάλυμα μου, στις δέκα το πρωί θα ρίχνω την πρώτη βουτιά στην θάλασσα! Νόμος απαράβατος.


Πιο πολύ απεχθάνομαι τα σκυλάδικα για ξενύχτι. Αλλά αν συνέχεια δίνεις ακυρωτικό στις προσκλήσεις, θα σε πουν ακατάδεκτο. Έτσι αποφάσισα να δεχτώ γι’ αυτό το Σαββάτο, να βγω με μια παρέα στο (ή στα που έλεγε και ο αοιδός) Maya Maya. Πάζης, Αντωνιάδης, Λαζοπούλου, Πέτρου, ένας ακόμα τυπάκος και μια τύπισσα από το Fame Story. Όλα καλά.


Λουλουδούδες-μοντέλα φρόντιζαν για το οφθαλμόλουτρο μας, τραγουδάκια από τους καλλιτέχνες, βομβαρδισμός από λουλούδια από διπλανό φιλικό τραπέζι (τρίποντα μέσα στα ποτήρια μας) και παραδομένες από το ποτό μία-μία, ημίγυμνες καλλονές και μη, άρχισαν να ανεβαίνουν στις καρέκλες και στα τραπέζια. Μέχρι εκεί ωραία. Αλλά επειδή πάντα χάνουμε το μέτρο στην Ελλάδα, μετά το τετράωρο, αρχίζει το τσακίρ κέφι. Που σημαίνει, αρχίζουμε και πίνουμε ότι μας κερνάνε, αρχίζουμε να την πέφτουμε σε όλες, με πρόσχημα “πάμε στην πίστα να χορέψουμε”, αρχίζουν οι φάτσες γύρω να μοιάζουν παρακμιακές. Ούτε καν ανθρώπινες. Μια ημιάγρια φυλή που χορεύει με μισόκλειστα μάτια. Μια ομάδα πιθήκων που γελάει τρανταχτά χωρίς λόγο.


Μετά το τετράωρο, για κάποιον που ακόμα έχει τον έλεγχο, ένα τέτοιο μέρος μοιάζει με ζούγκλα. Αρχίζεις και αναρωτιέσαι τι σκατά κάνεις εκεί μέσα. Και όταν οι παρακλήσεις σου για αναχώρηση, παίρνουν για απάντηση “Κάτσε λίγο ακόμα” (ή ακόμα χειρότερα σε μερικές περιπτώσεις “τι ξενέρωτος που είσαι”) αρχίζεις και βλασφημάς την ώρα και την στιγμή που βρέθηκες εκεί.


Μετά ακολουθεί ο Γολγοθάς της επιστροφής. Ένα “βρώμικο” και ένα μπουκαλάκι νερό για την αφυδάτωση είναι ότι πρέπει. Αφού παραγγείλεις και αρχίζεις να τρως, έχεις για θέαμα τους άλλους κομματιασμένους-ξενύχτες. Κάποιοι μαλώνουν, κάποιοι βγάζουν καραμούζα σε κάποιον που έκανε πέσιμο και έφαγε τα μούτρα του. Δεξιά και αριστερά, αυτοκίνητα-πύραυλοι περνάνε με την μουσική στην μέγιστη ένταση. Το γλέντι συνεχίζεται και στον δρόμο της επιστροφής. Μετά το φαγητό, ο πιο νορμάλ, αν δεν οδηγεί, πρέπει να γίνει τα μάτια και τα αυτιά του ημιζαλισμένου οδηγού. Τα μάτια άνετα μπορώ να γίνω. Όχι όμως και τα αυτιά. Το βουητό είναι έντονο. Ειδικά μόλις ξεντυθείς και πέσεις στο κρεβάτι σου για να κοιμηθείς.


Και έρχεται το επόμενο πρωινό. Το παραμικρό φως είναι ενόχληση. Το κεφάλι σου είναι σαν καζάνι. Το στόμα σου είναι σαν τσαρούχι (αν δεν έχεις μεριμνήσει να βουρτσίσεις λίγο τα δόντια σου). Ψάχνεις για νερό, σαν να σου το είχαν στερήσει για χρόνια. Αν έχεις το ψυχικό σθένος βγαίνεις για έναν καφέ και ξαναπέφτεις για ύπνο. Μια χαμένη μέρα.


Το μόνο που δέχομαι και παραδέχομαι είναι πως όλοι αυτοί που βγάζουν ένα μεγάλο νυχτοκάματο, το αξίζουν μέχρι την τελευταία δραχμή. Και μόνο που ανέχονται τις μισές από τις φάτσες και τα χάλια των πελατών τους, χωρίς να τους πυροβολήσουν στα γόνατα, είναι άθλος. Έχοντας περάσει για κάποια φεγγάρια από αυτήν την δουλεία, σε πιο ήπιο μέρος (όχι σκυλάδικο), σας λέω πως είναι κολοδουλειά.


Στην υγειά μας!

Δεν υπάρχουν σχόλια: