ειδού, σύνδ. Ειδάλλως:
Άφες την κόρην … και σώσον εαυτόν σου· ειδού κερδίσεις θάνατον (Διγ. Gr. 2465).[<συνεκφ. ει δ’ ου. Πβ. ειδεμή]
- ιδού [iδú] μόριο δεικτ. : (λόγ., συνήθ. ειρ.) δες, κοίταξε, αυτός είναι· να: ~ το θαύμα. ~ η απορία, να! αυτή είναι η απορία. ~ οι συνέπειες της απερισκεψίας σου. ΠAΡ ΦΡ ~ η Ρόδος, ~ και το πήδημα*.
- [λόγ. < αρχ. ἰδού]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου