9.8.06

Με αφορμή ένα όνειρο

Χθες βράδυ είδα ένα περίεργο όνειρο. Δεν βλέπω πολύ συχνά όνειρα, αλλά όποτε βλέπω είναι πολύ περίεργα. Ήμουν σε ένα μέρος που ήταν κάτι ανάμεσα σε Μοναστηράκι και παζάρι στον Πειραιά. Οι δρόμοι ήταν πιο μεγάλοι και δεν υπήρχε και πολύς κόσμος. Ένιωθα πως κάποιος με κυνηγούσε και κοιτούσα συνεχώς πίσω μου. Αποφάσισα για να γλιτώσω να μπω σε ένα μαγαζί που όμως ήταν στον τρίτο όροφο και υποτίθεται πως το ήξερα. Ανέβηκα από τις σκάλες και μπήκα σε μια ανοικτή πόρτα. Εκεί σε ένα δωμάτιο είχε πολλά βιβλία, όλα δερματόδετα. Έκανα πως χάζευα τα βιβλία. Οι τίτλοι τους ήταν τελείως άγνωστοι σε μένα, αλλά η δουλεία που είχε γίνει επάνω τους ήταν φανταστική. Μόνο δύο πελάτες ήταν μέσα. Υπήρχε μια άσπρη πόρτα και από πίσω της ακούγονταν φασαρία. Έσπρωξα την πόρτα και είδα πως είχε ράφια ντέξιον. Ήταν γεμάτα με πουλόβερ με φανταστικά μοτίβα. Στα χαμηλά ράφια είχε μικρά-μικρά πλαστικά αντικείμενα, κυρίως παιχνιδάκια σαν αυτά που κερδίζαμε μικροί σε μηχανήματα με το πενηντάρικο. Κοίταξα μερικά από αυτά και χαμογέλασα. Μου θύμιζαν τα παιδικά μου παιχνίδια.

Άρχισα να κοιτάζω τα πουλόβερ. Κανένα δεν ήταν το ίδιο. Όλα είχαν διαφορετικό σχέδιο. Μου άρεσαν μερικά, αλλά κάποιος πάντα μου τα άρπαζε πριν προλάβω να τα πάρω. Ένα από αυτά κατάφερα να το πάρω. Δεν ήταν στο νούμερο μου και ρώτησα αόριστα “έχετε σε έξτρα λαρτζ;”. Μία κοπέλα μου είπε “ότι βλέπεις έχουμε” και μου το πήρε από τα χέρια. Γύρισα και την κοίταξα. Ήταν η Πόπη. Μία κοπέλα που κάναμε μαζί αγγλικά πριν πάρα πολλά χρόνια.

Ξύπνησα. Άρχισα να αναρωτιέμαι που κολλάει η Πόπη σε όλο το όνειρο (λες και τα υπόλοιπα κόλλαγαν). Η Πόπη ήταν μια μελαχρινή αδύνατη κοπέλα, με μια ελιά σαν πάνω από τα χείλη σαν της Σίντι Κρόφορντ. Δεν ήταν και ιδιαίτερα εκδηλωτική. Πολύ μαζεμένη. Και όποτε την πειράζαμε θύμωνε με μία παράξενη έκφραση. Την ίδια έκφραση που είχε όταν μου άρπαξε το πουλόβερ.

Σκεφτόμουν που πηγαίνουν όλοι όταν τελειώνουμε από το σχολείο; Σαν να εξαφανίζονται. Σπάνια ως ποτέ συναντάς κάποιον. Για παράδειγμα, τον Νίκο, τον κολλητό μου μέχρι το γυμνάσιο έχω να τον δω χρόνια. Καμία επαφή!

Τυχαίνει επίσης να βλέπω στον δρόμο την Έλενα που μου άρεσε πολύ στο δημοτικό αλλά δεν της μιλάω. Ούτε και εκείνη. Σαν να προσπαθούμε να αποφύγουμε ο ένας τον άλλον. Θυμάμαι τα πάρτι που έκανε σπίτι της. Καλεσμένοι ήταν μόνο εγώ, η Νανά, ο Νίκος και κάτι ξαδέλφια της. Ξέρω πως με συμπαθούσε το ίδιο, αλλά γιατί τώρα κάνουμε πως δεν βλέπουμε ο ένας τον άλλον;

Θυμάμαι τον Ανδρέα, που όταν νευρίαζε, δάγκωνε τον διπλωμένο δείκτη του χεριού του και έλεγε πάντα “Μωρή, αδελφή” και όρμαγε στον “εχθρό” που τον είχε πειράξει.

‘Η την Ευδοξία που έκανε τα μεγαλύτερα και καλύτερα πάρτι. Πάρα πολλοί πηγαίναμε και περνάγαμε τέλεια. Εκεί πρέπει να χόρεψα το πρώτο μου “μπλουζ” (το Carrie των Europe νομίζω),εκεί πρέπει να ήπια και το πρώτο αλκοόλ μου. Κάποτε συνάντησα τον Κώστα, έναν συμμαθητή και γείτονα της Ευδοξίας. Μου είπε πως μετά το Δημοτικό σαν να άνοιξε η γη και την κατάπιε. Δεν την είχε δει ποτέ!

Τέλος πάντων! Θα ήθελα πολύ κάποια στιγμή να τους έβλεπα όλους κάπου μαζεμένους και να λέγαμε ο καθένας τι κάνουμε. Που βρισκόμαστε. Τι καταφέραμε. Γιατί χαθήκαμε. Αλλά μάλλον είναι αδύνατο. Φαντάζομαι πως χιλιάδες παιδία που μεγάλωσαν μαζί, χάθηκαν όπως εμείς. Και πάντα υπήρχαν κάποιοι, όπως εγώ, που αραιά σκέφτονται τους υπόλοιπους. Ίσως το κάνουν όλοι.

Καλοί μου φίλοι να είστε καλά όπου κι αν είστε! Κάποιος ακόμα σας σκέφτεται και σας αγαπάει!

Δεν υπάρχουν σχόλια: